σκυθικά — Σκυθικός with a ruddy complexion neut nom/voc/acc pl σκυθικά̱ , Σκυθικός with a ruddy complexion fem nom/voc/acc dual σκυθικά̱ , Σκυθικός with a ruddy complexion fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκυθικάς — Σκυθικά̱ς , Σκυθικός with a ruddy complexion fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυθικάς — σκυθικά̱ς , Σκυθικός with a ruddy complexion fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Agroetas — (Gr. polytonic|Ἀγροίτας) was an ancient Greek historian who wrote a work on Scythia (polytonic|Σκυθικά),Citation | last = Mason | first = Charles Peter | author link = | contribution = Agroetas | editor last = Smith | editor first = William |… … Wikipedia
σκυθίζω — Α [Σκύθης] 1. συμπεριφέρομαι σαν Σκύθης, μιμούμαι τους Σκύθες 2. πίνω χωρίς μέτρο, μεθοκοπώ («Ἱερώνυμος δὲ ὁ Ῥόδιος ἐν τῷ περὶ μέθης καὶ τὸ μεθύσαι σκυθίσαι φησί», Αθήν.) 3. (από την συνήθεια τών Σκυθών να αποσπούν το δέρμα από τα κεφάλια τών… … Dictionary of Greek
σκυθικός — ή, ό / σκυθικός, ή, όν, ΝΑ [Σκύθης / Σκυθία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σκύθες ή στη Σκυθία («σκυθικός πολιτισμός») νεοελλ. φρ. α) «σκυθική τέχνη» αρχαιολ. τα αντικείμενα, κυρίως κοσμήματα και διακοσμητικά στοιχεία σκηνών, κάρων και… … Dictionary of Greek
σκυθογνώμων — όγνωμον, Μ αυτός που έχει φρονήματα σκυθικά, που σκέπτεται σαν να είναι Σκύθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σκύθης + γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. δουλο γνώμων] … Dictionary of Greek
Αγροίτας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Συγγραφέας (3ος – 2ος αι. π.Χ.). Καταγόταν πιθανότατα από τη Κυρήνη. Έγραψε τα Λιβυκά και τα Σκυθικά.Τον αναφέρει ο Απολλώνιος ο Ρόδιος. 2. Ρήτορας (1ος αι. μ.Χ.). Έζησε στη Ρώμη και ήταν σύγχρονος του Σενέκα … Dictionary of Greek
Δέξιππος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Λακεδαιμόνιος στρατηγός (5ος αι. π.Χ.). Το 406 π.Χ. κλήθηκε από τη Γέλα ως επικεφαλής 1.500 μισθοφόρων για να υπερασπιστεί τον Ακράγαντα, εναντίον της πολιορκίας των Καρχηδονίων. Οι τελευταίοι νικήθηκαν, αλλά δεν… … Dictionary of Greek
Ελλάνικος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστοριογράφος (; – 406; π.Χ.). Αν και μεταγενέστερος του Εκαταίου και του Ηροδότου, συνέλεξε μύθους και παραδόσεις κατά τον τρόπο των παλαιότερων λαογράφων. Τέτοια είναι τα έργα του για τις θεσσαλικές, αργολικές και… … Dictionary of Greek